χοληγένεση

χοληγένεση
και χολογένεση, η, Ν
φυσιολ. το σύνολο τών ιστοχημικών διεργασιών που καταλήγουν στην παρασκευή χολής από το ήπαρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χολή /χόλος + γένεση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χολογένεση — η, Ν φυσιολ. βλ. χοληγένεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”